- ημίκλεις
- ἡμίκλεις, ὁ, ἡ (Μ)(για πύλες πόλης, φρουρίου κ.λπ.) ημίκλειστος, μισοκλεισμένος ή φαινομενικά κλειστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -κλεις (< κλείω), πρβλ. αντί-κλεις, κατά-κλεις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek